Αναζήτηση αυτού του ιστολογίου

Κυριακή 26 Μαΐου 2013

Ο κόμης Οργκάθ και ο ροφός




O πατέρας μου, που ζωγράφιζε κι ο ίδιος, είχε μια ιδιαίτερη αδυναμία σε όλη του ζωή στον Ελ Γκρέκο.
Άνθρωπος της αισθητικής τάξης, όταν πέθανε, και συγκεκριμένα αφότου πέθανε, στην κηδεία του, είχε μεταμορφωθεί στον κόμητα Οργκάθ, την ημέρα της ταφής του.
Ήταν δηλαδή, ακριβώς έτσι:



 

Τα θυμήθηκα όλα αυτά συναντώντας σήμερα μια γυναίκα που είχε χάσει τον πατέρα της μόλις εχθές.
Φρεσκοσιδερωμένη και βαμμένη, περιέγραφε πως είχε κόψει και φάει έναν ροφό 8 κιλά που της είχαν δώσει δώρο την προηγούμενη  εβδομάδα («σε φέτες μέχρι να σκάσει»). Επίσης πως (θα φάει) ένα ολόκληρο μανιτάρι τρούφα «το οποίο κοστίζει € 200!!!». Ο κανιβαλισμός επέρχεται υποθέτω, όταν ο άνθρωπος τραπεζώνει και τρώει τα συναισθήματα του αντί να τα βιώνει.
Το κύριο βέβαια ερώτημα είναι αν η συναναστροφή με τέτοιους κανιβαλικούς τύπους, είναι επώδυνη και τοξική για αυτούς που δεν τρώνε τους ροφούς – στα καλά καθούμενα - αλλά στον ειδικό τους χρόνο και τόπο. Με λίγα λόγια, όχι μόνο θέλει ο ροφός –και το πένθος – τον χρόνο και την αισθητική του, αλλά κυρίως: Μην κάνετε παρέα με κανίβαλους, μια μέρα ίσως να πεινάσουν…

Κυριακή 28 Απριλίου 2013

Be careful what you wish for

Back by popular request από τον (έναν) αναγνώστη μου.

Φεύγω, λίγο tipsy, λίγο τύψη, από το θόρυβο και τους φίλους, πέφτει σούρουπο στο Κολωνάκι -με ότι σημαίνει ο όρος Κολωνάκι. Το υπόγειο της Νιόβης, τις σαλάτες και την ασταμάτητη πάρλα του Harmon, ένα ντους μετά τη θάλασσα το καλοκαίρι, και τσουπ στα μπαρ της Χάρητος. Μετά η Δεξαμενή με ένα παιδί στο καρότσι, μετά στην τσουλήθρα κι άλλος ένας αγκαλιά στο μάρσιπο. Ύστερα η μαμά μου με μαύρα στη Σπεσίππου. Πωπω πως γλιστρά αυτός ο δρόμος όταν βρέχονται τα πεσμένα φύλλα της ακακίας από τη βροχή του Σεπτέμβρη. «Τώρα θα πέσει» να λέω και θα τη μαζεύω με τα λασπωμένα μαύρα από το πεζοδρόμιο. Είναι κι ανισσόροπη έτσι κι αλλιώς. Κι έτσι τη στήριζω από το μπράτσο κι άλλοτε, όχι από το μπράτσο, με τα λόγια μόνο και με τη γλύκα της φωνής.
Κι ενώ κατεβαίνω αυτά τα γλιστερά, όπως λέγαμε πεζοδρόμια, αναρωτιέμαι, να πάω ή να μην πάω, κι άλλη γλιστερή ατραπός. Κι ενώ όλα είναι όπως θα μπορούσαν να είναι, ήσυχα και φωτεινά, ένα από τα τελευταία Κυριακάτικα απογεύματα του Απρίλη, μυρίζω –στο μυαλό μου, δεν υπάρχουν  στην πραγματικότητα –πεόνιες.
Είναι κάπως έτσι οι πεόνιες, τα αγαπημένα μου λουλούδια όταν είμαι χαρούμενη - όταν είμαι λυπημένη είναι τα κυκλάμινα, -μην μπερδεύεστε:



Και μυρίζουν κάπως έτσι:






Θέλω να είναι σαν ταινία για να πάω, αλλά κάτι δεν είναι σαν ταινία, τουλάχιστον όχι όπως παλιά…
Σταματάω στην Ασκληπιού και παίρνω έναν freddo, για να το σκεφτώ καλύτερα, κοντά στη Μασσαλίας που ήταν τα Γαλλικά μου (annexe centrale) και κάτω από την οδοντίατρο, που με είχε κοιτάξει με κωμικό πάθος ένα απόγευμα ο Βλαβιανός, ένα απόγευμα μετά τη νάρκωση.
 Το καφέ είναι σ’ αυτό το χρώμα που λέμε κοραλλί, («Κοραλί μου» που με φωνάζει κι η Θεανώ), και το κορίτσι που σερβίρει κάθεται και στρίβει τσιγάρα και πίνει ένα ελαφρώς ζεστό πια, άσπρο κρασί. Ο ήλιος μπαίνει πλάγια, απογευματινά, από τα παράθυρα, και είναι λίγο σαν ταινία, αλλά όχι όσο χρειάζεται. Και παίζει αυτό το τραγούδι:




Επειδή δεν υπάρχουν συμπτώσεις, είναι ξεκάθαρα πια ένα θέμα either or.
Δεν πάει στο διάολο λέω.
Πετάω δύο, τρία χρόνια από το –κοραλλί – παράθυρο.
Δεν είναι either, είναι μόνο or.


 
 

Κυριακή 17 Φεβρουαρίου 2013

Είναι τα μύδια post modern?




Αφού έτριψα τα κελύφη καλά καλά με το βουρτσάκι, και τράβηξα προσεκτικά όλα τους τα γένια, τα ξάπλωσα απαλά σε ένα αρωματικό κρεβάτι από λευκό κρασί, λάδι και σκόρδο. Ένα ένα, άρχισαν δειλά να ανοίγουν σαν όμορφα νεαρά αιδοία (πλάκα κάνω προφανώς – εξ ου όμως και η παρανόηση ότι τα οστρακοειδή είναι αφροδισιακά). Στη διπλανή κατσαρόλα έφτιαξα μια φρέσκια σάλτσα ντομάτας με το μείγμα μου «agliooliopeperoncino» και μόλις τα μύδια είχαν ανοίξει καλά, τα έριξα μέσα, και όλα μαζί πάνω από ένα καυτό spaghetti.
Το όλο θέαμα έδειχνε κάπως έτσι:




Έβαλα το Sex & the cityseason 5 στο player και κάθισα. Η Ρώμη είχε μόλις πέσει. Και τότε κτύπησε το κουδούνι και εμφανίστηκε ο πιο άγευστος φίλος που υπάρχει στον (ήδη) μάταιο τούτο κόσμο. Και απρόσκλητος.
«Πως το βλέπεις αυτό το πράγμα;;»  -(Συγνώμη, δεν ήξερα ότι θα ‘ρθεις να βάλω να παίζει ο Μάλερ και να διαβάζω το 2ο σεμινάριο του Λακάν).
Τον έδιωξα με δύο γρήγορα ουίσκι, αλλά η ζημιά είχε ήδη γίνει..

Πάει αυτό, άλλο θέμα.

Διαβάζω το White Noise του Delillo, το οποίο είναι λέει “a classic of postmodern literature” – τουλάχιστον ήταν το 1985 που κυκλοφόρησε γιατί σήμερα τα 13χρονα π.χ. είναι πιο post modern ΚΑΙ από τον Delillo. (Ας πούμε : ο γιος μου με βρίσκει να κλαίω προχθές και τον αγκαλιάζω για να τον καθησυχάσω. «Μη στενοχωριέσαι, αγάπη μου» του λέω. –«Μαμά, εσύ στενοχωριέσαι, όχι εγώ. Το ξέρεις το ανέκδοτο που λέει: Μην πανικοβάλλεσαι, μην πανικοβάλλεσαι, ΜΗΝ ΠΑΝΙΚΟΒΑΛΛΕΣΑΙ» -κάνει πως πανικοβάλλεται.. Γελάμε κι οι δύο..Talking about post modern…)   

Λοιπόν ο Delillo γράφει: «What we are reluctant to touch often seems the very fabric of our salvation». – Δηλαδή, ή τουλάχιστον έτσι το ερμηνεύω, ποιος είναι ο μεγάλος σου φόβος; Βρες τον και πήγαινε εκεί ακριβώς. Και θα λυτρωθείς.
Πράγμα που μου φέρνει στη μνήμη αυτό το τραγούδι της Kimya Dawson που όλοι θέλουν να είναι κάτι άλλο από αυτό πού είναι (The flower said, "I wish I was a tree, The tree said, "I wish I could be a different kind of tree κτλ. κτλ.)
Και οι αγαπημένοι μου στίχοι:

And the rattlesnake said,
"I wish I had hands so
I could hug you like a man."
And then the cactus said,
"Don't you understand,
My skin is covered with sharp spikes
That'll stab you like a thousand knives.
A hug would be nice,
But hug my flower with your eyes."



Τι να πω.. 
Για μια σύζευξη ζούμε όλοι, κι ας πονάει και λίγο…

  

Τετάρτη 23 Ιανουαρίου 2013

Η Δράση

«Έχω σκεφτεί μια δράση», θα έγραφα αν ήμουν πιο αριστερή, πιο ακτιβίστρια ή πιο νέα.
Δεν είμαι επαρκώς, τίποτα απ’ τα τρία, οπότε «έχω μια ιδέα», ακούγεται καλύτερα.
Και είναι η παρακάτω:

Θα αντιγράφω ένα ερωτικό ποίημα την εβδομάδα σε ένα κομμάτι χαρτί.

Πρώτη εβδομάδα σειρά θα έχουν οι Γάλλοι, οι αιώνιοι, οι εφευρέτες του Έρωτα όπως τον εκφράζουμε εμείς οι άλλοι, οι απλοί.
Ο Prevert, o Rimbaud, o θλιμμένος Mallarme.
Μετά οι Αγγλικοί, οι κλασσικοί, οι ερωτικοί της εξοχής, της καταχνιάς και της ομίχλης.
Μετά οι Αμερικάνοι της πρωτοπορίας, όταν ο Έρωτας άρχισε να τρέχει με απάνθρωπους ρυθμούς, με αυτοκίνητα, με αεροπλάνα να φεύγει ο Έρωτας και εμείς συνηθίσαμε ότι είναι μια πλάτη, αυτός, κι όχι ένα πρόσωπο.
Και τέλος ο Αλεξανδρινός, ο μόνος Έλληνας, ο έρωτας του σώματος και όχι της συνήθειας. Ο έρωτας που δίνεται χωρίς να μπορεί να αγαπήσει.  

Μετά λοιπόν, θα το τυπώνω σε αντίγραφα. Με πολύγραφο κατά προτίμηση, αν μπορέσω να βρω έναν. Ή να τον κλέψω. Από ένα μουσείο, ας πούμε.

Μια νύχτα την εβδομάδα, θα βγαίνω με τα εκατοντάδες αντίγραφα του ποιήματός μου υπό μάλης, κάτω απ το παλτό μου, θα περπατάω στους δρόμους της πόλης και θα τα σκορπίζω. Σαν προκηρύξεις.  

Θα είμαι ο Πουκ του χειμώνα, ο τίμιος ψεύτης. 


Παρασκευή 11 Ιανουαρίου 2013

Ο Rimbaud και η Άλγεβρα

Ο Άνθρωπος, από την αρχή της Ιστορίας, έψαχνε να βρει λύση στα προβλήματα του. Ο κανονικός άνθρωπος αυτά.
Ο άλλος άνθρωπος, ανακάλυψε την Άλγεβρα. Δηλαδή ανακάλυψε πώς να δημιουργεί προβλήματα εκεί που δεν υπάρχουν, προκειμένου να τα λύσει.
Στον Έρωτα λοιπόν –στο θέμα μας εμείς, μην ξεχνιόμαστε - υπάρχει ο άνθρωπος της Γεωμετρίας (λύνω το πρόβλημα που έχω) και ο άνθρωπος της Άλγεβρας (δημιουργώ ένα θέμα προκειμένου να το λύσω, ή ακόμα καλύτερα να μην το λύσω και να παιδεύομαι).

Τα πολιτιστικά αυτής της εβδομάδας ήταν ξεκάθαρα Αλγεβρικής φύσεως: α) η Καρένινα  β) το Όνειρο καλοκαιρινής νύχτας του Μαρμαρινού γ) ένα ποίημα του Rimbaud που άφησε η μαμά μου πάνω στο γραφείο μου («Le dormeur du val» -  αυτός είχε δύο κόκκινες τρύπες στο μέρος της καρδίας – δηλαδή οκ, αντικειμενικά είχε πρόβλημα, οπότε εξαιρείται από τους Αλγεβρικούς και πάει απευθείας στους Γεωμέτρες).

Για την Καρένινα τι να πω… Ο Βρόνσκι ήταν ο πιο φλώρος και ημι-gay Βρόνσκι που έχω δει. (H φίλη μου η Ντόρη λέει ότι ήταν σαν το Μελισσανίδη την εποχή που αποφάσισε να γίνει ηθοποιός και έκανε την ξανθιά περμανάντ.)
Παρόλα αυτά, όταν χορεύει την πρώτη μαζούρκα με την Καρένινα, ερωτεύεσαι ακαριαία, ξανά, όποιον να ναι, το Άκη από την πρώτη Δημοτικού με τη μεράντα στα δόντια, το Στέφανο από το Πανεπιστήμιο που σου μάθαινε MS-DOS (μια άχρηστη γλώσσα προγραμματισμού, αλλά έκανες πως πρόσεχες), τη θεία Μαριέτα που δεν σου δίνει τη vintage Dior –«όταν μπω στην Εντατική και είμαι terminal, χρυσό μου, τότε θα την πάρεις».
Δεν ξέρω πώς να μεταφέρω το συναίσθημα, αυτοί χορεύουν και εσύ θέλεις να γράψεις ένα βιβλίο, να ανέβεις τις Άνδεις, να μάθεις πατινάζ στον πάγο, να πάρεις ναρκωτικά, να φθάσεις ξέπνοος στον ίδιο σου τον τάφο και να πέσεις μέσα γιατί πάει, τα έχεις κάνει πια όλα.
Δηλαδή, επίτηδες δεν τον έβαλε ωραίο τον Βρόνσκι η διανομή, διότι αν ήταν ΚΑΙ ωραίος, θα πέφτανε οι γυναίκες κατά συρροή στα τρένα και θα είχαμε θέμα σοβαρό.
Να και η υπέροχη μουσικής της (μοιραίας) μαζούρκας:



Το όνειρο καλοκαιρινής νύχτας (που ήταν παλιά του Σαίξπηρ), το πήρε μετά ο Μαρμαρινός.
Οι ηθοποιοί παίζουν άθλια, (direction: «ανεβείτε στη σκηνή και κάντε ότι να ναι»), τα σκηνικά είναι βρώμικα και θλιβερά, τα κουστούμια από τους Κινέζους μάλλον. Όμως το συνολικό έργο καταφέρνει να είναι το καλύτερο, κακό θέατρο που έχω δει και με συγκίνησε βαθύτατα.
Είχε μια καταπληκτική στιγμή που μια ηθοποιός βρίσκεται ξαπλωμένη γυμνή πάνω στη σκηνή, (δεν ξέρω ποια, όλες οι γυμνές μοιάζουν), και ένας άλλος ηθοποιός τη χειρίζεται ερωτικά ενώ αυτή μένει παθητική. Δηλαδή, they go through the sexual motions αλλά επειδή είναι τόσο «γραφιστικό», είναι έρωτας χωρίς να είναι έρωτας, είναι το καλύτερο φυσικό conceptualization που έχω δει για τη διαφορά σεξ και actual έρωτα. (Σε αυτή τη σκηνή δυστυχώς χάσαμε μερικές ηλικιωμένες με ταγιέρ και κολόνια Charlie που πήγαν δίπλα στον «Κρίνο» για να φάνε λουκουμάδες).
Επίσης όλοι οι ηθοποιοί φοράνε μάσκες σε όλη τη διάρκεια της παράστασης (όχι για να μην βλέπουμε οι θεατές το κακό παίξιμο και εκτεθούν), αλλά γιατί «ο εραστής δεν έχει στην post-modern εποχή, πια πρόσωπο, είναι αυτός που έτυχε να βρίσκεται πιο κοντά». Είναι ένα τυχαίο πρόσωπο με γεωγραφική εγγύτητα.
Συμφωνώ Μαρμαρινέ.

Τώρα όσο για τον Rimbaud και τον Dormeur du Val, είναι «pale dans son lit vert ou la lumiere pleut» - χλωμός πάνω στο πράσινο κρεβάτι του, όπου βρέχει το φως, και «Il sourirait comme un enfant malade»… χαμογελούσε σαν άρρωστο παιδί. Αυτά..

Η μαμά μου και ο Rimbaud…αλγεβρικοί και οι δύο…